ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΜΠΕΡΑΤΗ
Ομότιμη Καθηγήτρια Παιδοψυχιατρικής και Ψυχανάλυσης, του Πανεπιστημίου Πατρών και Διδάσκουσα Αναλύτρια της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας.
Ψυχαναλυτικές Απόψεις για την Επιθετικότητα και την Παραπτωματικότητα.
Η ψυχαναλυτική θεωρία παρά τα όποια ερωτήματα και επιφυλάξεις, αποδέχεται κατά το πλείστον ότι υπάρχουν ενστικτώδεις ενορμήσεις, η λιβιδινική ή του έρωτος και επιθετική ή της καταστροφής (Freud, 1920). Οι ενορμήσεις αυτές υπάρχουν από γενετής και το εγώ είναι η δομή της προσωπικότητας που τις ελέγχει και μέσω της οποίας γίνονται αντιληπτές στον ψυχισμό και τη συμπεριφορά του ατόμου.
Θεωρούμε ότι η επιθετικότητα δεσμεύεται και ελέγχεται από την λιβιδινική ενόρμηση, όταν υπάρχει ικανοποιητική σχέση με τους ανθρώπους που φροντίζουν το άτομο και κυρίως με τα γονεϊκά πρόσωπα. Σε αντίθετες περιπτώσεις η επιθετικότητα παραμένει εκτός ελέγχου, παρόλο που μπορεί να χρησιμοποιείται ορισμένες φορές προκειμένου να επιτευχθεί η προσέγγιση και κατοχή του άλλου. Τέτοιες συμπεριφορές, όπου κυριαρχεί η επιθετικότητα, μπορεί να είναι αποδεκτές στο συγκεκριμένο οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον δημιουργούν όμως δυσκολίες στις σχέσεις με τους άλλους, συχνά άγχος στο άτομο, δυσλειτουργίες και αναστολές στην ανάπτυξη του ψυχισμού, ακόμη και εκδηλώσεις παραπτωματικής συμπεριφοράς.
Η συμπεριφορά παραμελημένων παιδιών, που μεγαλώνουν σε ιδρύματα, χωρίς ικανοποιητική φροντίδα, να χτυπούν το κεφάλι τους στο κρεβάτι έντονα και συστηματικά έχει γίνει κατανοητή ως ένας τρόπος εκφόρτισης του θυμού τους και ως εκδήλωση επιθετικότητας προς τον εαυτό τους αλλά και προς τους άλλους. Είναι ως εάν το σώμα τους, το οποίο χτυπούν να είναι και οι άλλοι. Όταν τα παιδιά αυτά βρεθούν σε αρκετά καλό οικογενειακό περιβάλλον παρατηρούμε ότι βαθμιαία αυτή η συμπεριφορά σταματά ή μειώνεται κατά πολύ, καθώς η σχέση με τους ανθρώπους ενισχύεται και αρχίζουν να εμπιστεύονται αυτούς που τα περιβάλλουν. Βλέπουμε δηλαδή και πάλι πώς αναπτύσσεται έλεγχος της επιθετικότητας, όταν εγκαθίσταται ικανοποιητική σχέση με το ανθρώπινο αντικείμενο (Solnit, 1972).
Κατά την πορεία της ανάπτυξης διάφοροι παράγοντες μπορεί να δημιουργήσουν συνθήκες που προδιαθέτουν στη μη δυνατότητα για καλό έλεγχο της επιθετικότητας, όπου η συμβολή του μητρικού ή του γονεϊκού αντικειμένου είναι ιδιαίτερα σημαντική (Furst SS, 1998).
Τέτοιες καταστάσεις είναι:
(1) σοβαρή στέρηση φροντίδας κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής και αποχωρισμοί από τα σημαντικό πρόσωπα στο περιβάλλον του παιδιού. Τέτοια παιδιά αργότερα μπορεί να εμφανίσουν επιθετική συμπεριφορά εύκολα, όταν ματαιώνονται από κάποιον. Βιώνουν την κατάσταση ως εάν να εγκαταλείπονται, να προδίδονται και να μένουν ακάλυπτες οι ανάγκες τους για επιβίωση. Το εγώ τους παρουσιάζει έλλειμμα στην ικανότητα να αντέχει τις ματαιώσεις και να βρίσκει λύσεις που οδηγούν σε κοινωνικά αποδεκτούς τρόπους προσαρμογής.
(2) Άλλη προβληματική κατάσταση είναι ισχυρός αρχικός έλεγχος του παιδιού από το μητρικό αντικείμενο και κυρίως ακραίος έλεγχος της κινητικότητας. Αργότερα η προσέγγιση από οποιονδήποτε κινητοποιεί επιθετικότητα διότι το άτομο απειλείται, αισθάνεται ως εάν να χάνει την ελευθερία των κινήσεων του και τον έλεγχο του εαυτού του. Βίαιες συμπεριφορές δηλώνουν την προσπάθεια αυτονομίας του και τη μη υποταγή του. Συνήθως τα άτομα αυτά εμφανίζουν αμφιθυμία σε ότι κάνουν, δυσκολίες προσαρμογής και ελλιπείς απαρτιωτικές δυνατότητες. Παρά το φόβο τους να μη βρεθούν ελεγχόμενα από άλλους εμπλέκονται σε καταστάσεις όπου άλλοι ασκούν ακραίο έλεγχο επάνω τους ή αυτοί σ' αυτούς και οδηγούνται ξανά και ξανά, σε επαναλήψεις με εκρήξεις θυμού και εκδηλώσεις βίας.
(3) Μια άλλη κατάσταση που προδιαθέτει σε επιθετική και παραπτωματική συμπεριφορά είναι όταν στη σχέση παιδιού-γονέων υπάρχει κατά την αρχική περίοδο της ζωής εναλλαγή καταστάσεων έντονης διέγερσης και υπερεμπλοκής με καταστάσεις όπου το γονεϊκό πρόσωπο αποσύρεται πλήρως αφήνοντας το παιδί να αισθάνεται αβοήθητο και ανήμπορο. Σχέση με αυτά τα χαρακτηριστικά συνοδεύεται συχνά και από αστάθεια στην παρουσία του γονιού και από αποθάρρυνση της ανάπτυξης αυτονομίας στο παιδί, το οποίο καθηλώνεται σε συμπεριφορές, όπου αισθάνεται ανήμπορο. Αντιμετωπίζει πολλές φορές αυτά τα αισθήματα ανημπόριας με έντονες εκδηλώσεις λυσσώδους βίας.
(4) Επίσης χαοτικές οικογενειακές καταστάσεις με συγκρούσεις και έντονες εκδηλώσεις βίας ανάμεσα στους γονείς συμβάλλουν στην ανικανότητα του παιδιού να .αναπτύξει τη δυνατότητα να δαμάζει τη δική του επιθετικότητα και να την εκδηλώνει με τρόπους κοινωνικά αποδεκτούς. Επίσης συχνό η βία που παρατηρεί και βιώνει συνδέεται με δύναμη και επικράτηση και οδηγεί σε υιοθέτηση από. το παιδί ενός μηχανισμού που αποκαλείται ταύτιση με τον επιτιθέμενο. Οτιδήποτε έξω από τη βιαιότητα δηλώνει παθητικότητα, αδυναμία και πιθανό θάνατο.
Τέτοιες εμπειρίες στα πρώτα χρόνια της ζωής επηρεάζουν την ανάπτυξη της προσωπικότητας; Δημιουργούν ελλείμματα στην οργάνωσή της και κατά συνέπεια ελλείμματα στον τρόπο που διαχειρίζεται και χρησιμοποιεί την επιθετικότητα. Το άτομο πολλές φορές μεγαλώνοντας βιώνει τις εμπειρίες της ζωής ως ένα επαναλαμβανόμενο πόλεμο μεταξύ του εαυτού του και των άλλων, εμπλεκόμενο ατομικά ή ομαδικά σε βίαιες και παραπτωματικές συμπεριφορές.
Τέτοια ελλείμματα που δυσκολεύουν το χειρισμό της επιθετικότητας είναι η αδυναμία επεξεργασίας εμπειριών από τη διεργασία της σκέψης, και η εσωτερική πίεση να προβεί το
άτομο σε πράξεις, προκειμένου να εκφορτίσει την ένταση που το κατακλύζει και να αποκαταστήσει κάποια εσωτερική ισορροπία. Παράλληλα μ' αυτό το βασικό έλλειμμα εμφανίζονται με όχι σημαντικές αφορμές ταχεία παλινδρόμηση στις λειτουργίες του εγώ, που οδηγεί σε εκφορτίσεις καταστροφικότητας προς τους άλλους και προς τον εαυτό. Με την παλινδρόμηση του εγώ παρατηρείται απώλεια της ικανότητας για εκτίμηση της πραγματικότητας, και επομένως των συνεπειών αυτής της καταστροφικότητας. Επίσης συχνά διαπιστώνεται στον ψυχισμό του ατόμου μεγάλη δυσκολία απαρτίωσης, συνύπαρξη έντονα αντιφατικών καταστάσεων, επικράτηση της μαγικής σκέψης έναντι της λογικής επεξεργασίας, και σοβαρή ανικανότητα στο να περιμένει για κάτι, να προσπαθεί γι' αυτό, και να αντιλαμβάνεται την έννοια της διαδικασίας στο χρόνο έναντι του «εδώ και τώρα».
Άλλες παρεκκλίσεις της προσωπικότητας που οδηγούν σε παθολογικές εκδηλώσεις, όπου εμπλέκεται η επιθετικότητα, η καταστροφικότητα ή/και η παραπτωματικότητα, είναι ελλείμματα στη διαμόρφωση του υπερεγώ. Το υπερεγώ είναι η δομή της προσωπικότητας που μας καθορίζει το σωστό και το λάθος και η δημιουργία του είναι αποτέλεσμα λύσεων διαφόρων ψυχοσυγκρούσεων μαζί με στοιχεία προερχόμενα από την ταύτιση με τους γονείς και τα δικά τους υπερεγώ. Προβλήματα στην πορεία ανάπτυξης του ατόμου μπορεί να οδηγήσουν σε υπερεγώ που χαρακτηρίζεται από διχοτομήσεις, από έλλειψη σταθερότητας με αντιφατικούς κανόνες και ιδεώδη ή σε υπερεγώ, που μέσω του μηχανισμού της άρνησης, εύκολα αγνοείται, παραμερίζεται και είναι ως εάν να μην υπάρχει. Σε άλλες περιπτώσεις το υπερεγώ εμφανίζεται πρωτόγονο, δύσκαμπτο, σαδιστικό συνδυαζόμενο μέσω προβολικών μηχανισμών με τάση για απόδοση ευθυνών σε όλους τους άλλους ή/και στην κοινωνία, άρα και για δικαιολογημένη επίθεση εναντίον τους.
Μια άλλη μορφή παθολογικού υπερεγώ που έχει συνδεθεί με την εμφάνιση παραπτωματικής συμπεριφοράς είναι το υπερεγώ lacunae (Johnson, 1949; Schowalter, 2000) που δηλώνει την ύπαρξη ενός υπερεγώ με πολλά κενά που οδηγεί το άτομο σε όχι καλό έλεγχο της επιθετικότητάς του και όχι σταθερό σύστημα ηθικών αξιών. Έχει διαπιστωθεί ότι ο γονιός του παιδιού αυτού συνειδητό ή ασυνείδητα για δική του ευχαρίστηση ενθαρρύνει τις παραπτωματικές πράξεις του παιδιού, το οποίο γίνεται εκτελεστικό όργανο για την ικανοποίηση των επιθυμιών του γονιού, ο οποίος ταυτιζόμενος με αυτό ασυνείδητα είναι ως εάν να συμμετέχει και ο ίδιος στις πράξεις του παιδιού. Σε άλλες παραλλαγές του υπερεγώ βλέπουμε η επιθετικότητα να επιτρέπεται και να κατευθύνεται μόνο προς ορισμένα άτομα ή ομάδες ατόμων που καθιερώνονται ως αποδιοπομπαίοι ή προς άλλους έξω από τη δική μας οικογένεια, ομάδα ή παρέα (Wadeson, 1975).
Μηχανισμοί διχοτόμησης και προβολής έχουν και εδώ σημαντικό ρόλο.
Ένας από τους πρώτους ψυχαναλυτές που ασχολήθηκε με παραπτωματικούς εφήβους ήταν ο Aichhorn (1925) ο οποίος θεώρησε ότι η παραπτωματικότητα είναι αποτέλεσμα αναστολής στην ανάπτυξη, ή/και παλινδρόμησης σε διάφορα κομβικά σημεία της αναπτυξιακής πορείας, τα οποία επηρεάζουν την προσαρμογή στην πραγματικότητα και την κοινωνικότητα (Schowalter, 2000). Σε άλλα κείμενα τονίζεται η συμβολή της.ψυχανάλυσης στην κατανόηση της παραπτωματικής συμπεριφοράς, στη σύνδεσή της με ενδοψυχικές πολλές φορές ασυνείδητες συγκρούσεις και ελλείμματα. Η ψυχανάλυση στράφηκε στην κατανόηση του ψυχισμού του ατόμου που εκδηλώνει παραπτωματική ή εγκληματική συμπεριφορά και όχι μόνο στις πράξεις και στη φαινομενολογία (Zilborg, 1956). Η κατανόηση αυτή ίσως προσφέρει τη δυνατότητα εγρήγορσης και έγκαιρης θεραπευτικής παρέμβασης.
Η Anna Freud (1965) επισημαίνει την προσοχή σε πρώτες ενδείξεις δυσαρμονίας και δυσλειτουργίας στην ανάπτυξη το ατόμου και την άμεση θεραπευτική παρέμβαση, ώστε να αποφύγουμε την πολύ δύσκολη αντιμετώπιση παραπτωματικής και αντικοινωνικής συμπεριφοράς αργότερα.
Η μελέτη και η κατανόηση της επιθετικής συμπεριφοράς του ατόμου από ψυχαναλυτικής πλευράς δεν μας δίνει απαραίτητα πολλές πληροφορίες για την επίδραση της κοινωνίας στον ψυχισμό. Γνωρίζουμε όμως ότι η εσωτερική ψυχική πραγματικότητα του ατόμου επηρεάζεται και διαμορφώνεται από τις επιδράσεις και τον τρόπο που εσωτερικεύει την εξωτερική πραγματικότητα άρα και διάφορα κοινωνικά ερεθίσματα, αλλά και το πώς αντιλαμβάνεται την εξωτερική πραγματικότητα επηρεάζεται από τις προβολές που κάνει προς τα έξω και προς τους άλλους. Πολλές φορές διάφορες πολύπλοκες κοινωνικές καταστάσεις με θύτες, θύματα και παρατηρητές αποτελούν εκδραματίσεις ενδο-ψυχικών αλλά και εξωτερικών περιβαλλοντικών προβλημάτων που βρίσκονται σε συνεχή αλληλοτροφοδότηση.
Έχει διαπιστωθεί ότι η ομάδα μπορεί να διευκολύνει την εκδήλωση επιθετικότητας μειώνοντας την επιρροή εσωτερικών αναστολών και εξωτερικών απαγορεύσεων (Furst, 1998). Είναι ως εάν το άτομο, στηριζόμενο σε άλλους, να αποκτά κάποια δύναμη και ελευθερία και να αφήνει να φανούν τάσεις και ενορμητικές συμπεριφορές που πριν περιόριζε. Υπάρχει δηλαδή ένας βαθμός παλινδρόμησης που διευκολύνει τη μείωση αυτόνομης κρίσης και λειτουργίας, αλλά και της ενοχής για επιθετικές πράξεις.
Το συναισθηματικό βάρος της ενοχής φαίνεται να μοιράζεται και να διαχέεται σε όλη την ομάδα και έτσι να μειώνεται σε σημαντικότητα. Επίσης ορισμένες φορές τα μέλη της ομάδας αποδίδουν στον αρχηγό υπερεγωτικές λειτουργίες, αφήνοντας αυτόν να καθορίσει ποιο είναι το σωστό και το λάθος, ποια τα ιδεώδη, λειτουργώντας ως απλό εκτελεστικά όργανα. Έχει παρατηρηθεί ακόμη, ότι η ομάδα, προκειμένου να διατηρήσει τη συνοχή της, κατευθύνει την επιθετικότητα των μελών της προς άλλους, προς άλλες ομάδες ή άτομα (Freud, 1930). Φαίνεται ως εάν η επιθετικότητα να πιέζει να εκφορτισθεί και να διασώζεται το άτομο και οι περί αυτό με το κατευθύνεται προς άλλους λιγότερο οικείους που λειτουργούν ως «οι βάρβαροι». Διαφορετικά η επιθετικότητα θα μπορούσε να οδηγήσει σε συμπεριφορές βλαπτικές για τηνίδια την ομάδα ή για συγκεκριμένα μέλη της.
Η επιθετική ενόρμηση, η επιθετικότητα δεν συνδέεται απαραίτητα με προβληματική συμπεριφορά. Αποτελεί μια δύναμη στον ψυχισμό και εφόσον το άτομο έχει ικανοποιητική αναπτυξιακή πορεία μπορεί να απαρτιώνεται στη δόμηση της προσωπικότητας και να διευκολύνει την φυσιολογική τάση για διεκδίκηση και κυριαρχία στο περιβάλλον, και την προσαρμογή με καλό έλεγχο από εγώ και υπερεγώ. Αντίθετα, όταν ο ψυχισμός του ατόμου διαμορφωθεί με ελλείμματα, η επιθετικότητα γίνεται απειλητική κα κατακλυσμική και μπορεί να οδηγήσει σε συμπεριφορές που χαρακτηρίζονται από βιαιότητα προς τον ίδιο τον εαυτό ή/και προς τους άλλους, με δυσλειτουργία σε ατομικό και κοινωνικό επίπεδο.
Βιβλιογραφία
Freud S, (1920). Beyond the Pleasure Principle 5Z: 18, pp 7-64
Solnit AJ, (1972). Aggression: a view of Theory Building in
Psychoanalysis. J. Amer Psychoana!Assoc, 20:435-450
Furst SS, (1998). Psychoana! Study Child, 53:159-178
Johnson A, (1949). Sanctions for superego lacunae of adolescents. In:
K.R. Eissler (ed). Searchlights on Delinquency\ pp 225-245
Schowlater JE, (2000). Psychoana! Study Child, 55:49-60
Wadeson RW, (reporter) (1975). Psychoanalysis in Community
Psychiatry: Reflections on Some Theoretical Implications. J of
Amer Psychoana! Assoc, 23:177-189
Aichhorn A,(1925). Wayward Youth. The Viking Press, New York
Zilboorg G,(1956). The Contribution of Psycho-analysis to Forensic
Psychiatry. The Intern J Psychoana!, 37:318-324
Freud A, (1965). Normality and Pathology in Childhood, International
Universities Press, Inc. New York
Freud S, (1930), Civilization and its discontents. SE, 21:64-145
Mazza DL, (reporter) (2003). Daingerous Behavior in Children and
Adolescents. J Amer Psychoana! Assoc, 51:651-665
Βιογραφικά στοιχεία της Σταυρούλας Μπεράτη
Η Σταυρούλα Μπεράτη είναι Ομότιμη Καθηγήτρια Παιδοψυχιατρικής και Ψυχανάλυσης, του Πανεπιστημίου Πατρών και Διδάσκουσα Αναλύτρια της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας.
Σπούδασε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθήνας και έκανε ειδικότητα στην ψυχιατρική και την παιδοψυχιατρική και ψυχαναλυτική εκπαίδευση στο New York Psychoanalytic Institute.
Εργάστηκε στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Albert Einstein College of Medicine της Νέας Υόρκης και στη συνέχεια στο Πανεπιστήμιο Πατρών.
Συνεργάστηκε στη συγγραφή πολλών ψυχαναλυτικών βιβλίων στο εξωτερικό και την Ελλάδα.
Διετέλεσε Πρόεδρος της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας Ε.Ψ.Ε.
Τα Νέα της Ειδικής Αγωγής & Εκπαίδευσης ευχαριστούν τη σπουδαία ψυχαναλύτρια Σταυρούλα Μπεράτη για την ευγενή παραχώρηση του παραπάνω άρθρου της στην ιστοσελίδα μας!