Αθανάσιος Αλεξανδρίδης
Διδάσκων Ψυχαναλυτής
Για το παιδικό βιβλίο
Το βιβλίο μέσα στη σχέση γονέα – παιδιού Α΄ + Β΄ Μέρος
Το βιβλίο είναι ένα αντικείμενο, ένα προϊόν, ατομικής και συλλογικής χρήσης. Ένα αντικείμενο το οποίο βοηθά να περνάει κανείς κάποιες ώρες μόνος του αλλά και δημιουργεί σχέσεις και συνθήκες ανάμεσα σε δύο ή περισσότερους ανθρώπους. Το να χρησιμοποιούν τα παιδιά το βιβλίο τόσο ως ατομικό αντικείμενο όσο και ως αντικείμενο συλλογικής συσχέτισης είναι, κατά τη γνώμη μου, κάτι που οι γονείς οφείλουν να τους το μάθουν. Το βιβλίο είναι, θα έλεγα, η είσοδος προς τον Άλλο. Αναπαριστά τον κόσμο με έναν τρόπο ο οποίος τις περισσότερες φορές μοιάζει ή ανταποκρίνεται στον δικό μας αλλά οπωσδήποτε δεν είναι ποτέ απόλυτα αυτός με τον οποίο αναπαριστούμε εμείς τον κόσμο. Επίσης διαθέτει έναν λόγο ο οποίος είναι κοντά ή μακριά από τον δικό μας αλλά οπωσδήποτε δεν συμπίπτει με αυτόν. Το βιβλίο, λοιπόν, μας φέρνει αμέσως σε επαφή με τη διαφορά ανάμεσα στον δικό μας τρόπο με τον οποίο βλέπουμε, ακούμε, απεικονίζουμε, μιλάμε ή γράφουμε, και στον τρόπο των άλλων. Με άλλα λόγια, με το αντικείμενο αυτό γίνεται μια εισαγωγή στη διαφορετικότητα. Το βιβλίο είναι από τα πολύ καλά αντικείμενα που μας κάνουν, με έναν σχετικά εύκολο και ήπιο τρόπο, να αντιλαμβανόμαστε ότι οι άλλοι είναι διαφορετικοί από μας και ταυτόχρονα να διαπιστώνουμε ότι δεν είναι και τόσο διαφορετικοί όσο νομίζουμε. Εγγραφόμαστε, λοιπόν, σε αυτό που συνιστά το γένος, το είδος, την κατηγορία, ενώ συγχρόνως μπορούμε και ξεχωρίζουμε τους διαφορετικούς από εμάς ανθρώπους. Μέσα στο μυαλό του παιδιού, λοιπόν, δημιουργούνται σιγά σιγά τέτοιου είδους έννοιες, αυτές ακριβώς που μας ενδιαφέρουν σήμερα: οι έννοιες της κατηγοριοποίησης, της ικανότητας συσχέτισης, της διαπίστωσης ομοιοτήτων και διαφορών.
Βεβαίως, εφόσον μιλάμε για μικρά παιδιά, το βιβλίο εισάγεται πάντα σε μια δυαδική σχέση, αυτήν ανάμεσα σε έναν ενήλικα και σε ένα παιδί, το οποίο μπορεί να είναι πλέον και πάρα πολύ μικρό. Ανάλογα με την ποιότητα αυτής της σχέσης, θα αποκτήσει και το βιβλίο τις δυνατότητες ανάπτυξής του. Αν η σχέση ανάμεσα στον γονέα και στο παιδί δεν είναι καλή, δεν πρέπει να πιστεύουμε ότι ένα βιβλίο, όσο καλό κι αν είναι, θα μπορέσει να τη διαφοροποιήσει ουσιαστικά. Το βιβλίο, λοιπόν, θα έρθει ανάμεσα στο δίπολο ενήλικας - παιδί ως αντικείμενο αρχικά μεικτό, με τα χαρακτηριστικά του ενήλικα και του παιδιού, γιατί αυτοί ορίζουν το συγκεκριμένο πεδίο. Όταν κάποιος βάζει κάτι μέσα σε ένα πεδίο, το κάνει με πρόθεση, η οποία και τον χαρακτηρίζει. Και το άλλο άτομο, το παιδί εν προκειμένω, υποθέτει ότι ο γονέας που βάζει το βιβλίο στο πεδίο των δυο τους το κάνει έχοντας μια πρόθεση. Αυτή την πρόθεση που το παιδί υποθέτει ότι έχει ο γονέας θα την προβάλει πάνω στο βιβλίο. Αρχικά τα δύο άτομα δεν βλέπουν αυτό καθαυτό το βιβλίο, αλλά τις προθέσεις που υπάρχουν εκατέρωθεν. Όταν όμως αρχίζουν να το χρησιμοποιούν, το βιβλίο μιλάει, αποκτώντας σιγά σιγά τη δική του υπόσταση. Δηλαδή μέσα σε αυτό τον χώρο των δύο, έναν χώρο ο οποίος μοιάζει να κυριαρχείται από τις προθέσεις, τις επιθυμίες και τις ανάγκες δύο ατόμων, ένα αντικείμενο αρχίζει να ανοίγει έναν τρίτο χώρο, ο οποίος μπορεί να ανοιγοκλείνει ήπια και δημιουργικά.
Το βιβλίο, βέβαια, έχει κάποιες ιδιαιτερότητες. Δεν είναι ένα οποιοδήποτε αντικείμενο που μπαίνει στη σχέση γονέα - παιδιού για να τη διευρύνει. Οι ιδιαιτερότητές του σχετίζονται, κατά τη γνώμη μου, με δύο πράγματα: α) τις ικανότητες ανάγνωσης και ερμηνείας, και β) την αναπαράσταση που έχει ο ένας για τον άλλο.
Ικανότητα ανάγνωσης είναι το να μπορείς να δημιουργείς έναν απλό κώδικα: ένα πράγμα να αντιστοιχεί με κάποιο άλλο, ένα σημείο να αντιστοιχεί με κάποιο άλλο. Ικανότητα ερμηνείας είναι το να μπορείς να αντιστοιχείς ένα σημείο με πολλά άλλα, καθένα από τα οποία ανήκει σε έναν κώδικα. Ένα απλό παράδειγμα: Παίρνω τη λέξη κόκκινο. Μια πολύ απλή αναγωγή αναγνωστικού τύπου είναι να πούμε στο παιδί «Το κόκκινο, αυτό εδώ, είναι χρώμα» – αναγωγή στον κώδικα των χρωμάτων. Η ερμηνεία θα κάνει την αντιστοίχιση της λέξης με περισσότερα από ένα σημεία. Αν θεωρήσουμε ότι το κόκκινο εκφράζει κάποιο συναίσθημα, τότε εκφράζει ένα θερμό συναίσθημα· αν θεωρήσουμε ότι απεικονίζει το βασικό στοιχείο ενός φαινομένου, τότε μπορούμε να πούμε ότι είναι σύμβολο της φωτιάς· σε έναν πολιτικό κώδικα, το κόκκινο μπορεί να σημαίνει την κόκκινη παντιέρα· και πάει λέγοντας. Πρέπει να υπάρχει δυνατότητα ανάγνωσης, δηλαδή δυνατότητα αντιστοίχισης ενός σημείου –είτε γλωσσικού, είτε εικονικού– με ένα άλλο βάσει ενός κώδικα. Για να μπορέσουμε όμως να έχουμε μια πιο πλούσια σχέση με το βιβλίο, θα πρέπει αυτό το ένα σημείο να μπορεί να αναπτυχθεί σε περισσότερους κώδικες· και αντίστροφα, βέβαια: να μπορεί ένα πράγμα που ανήκει σε έναν κώδικα να σημανθεί με περισσότερες λέξεις ή με περισσότερες εικόνες. Η ανάγνωση και ερμηνεία, λοιπόν, είναι μια δημιουργική δουλειά, ευθύνη του ενήλικα. Σκοπό έχει να μυήσει το παιδί στην απόλαυση της διερεύνησης των λέξεων και των εικόνων, διερεύνησης οποία οδηγεί στη διεύρυνση του κόσμου.
Όσον αφορά την αναπαράσταση που έχει ο ένας για τον άλλο, δηλαδή το τι υποθέτουν και –δυστυχώς συχνότατα– πιστεύουν για τις νοητικές και συναισθηματικές ικανότητες του συνομιλητή, του συναναγνώστη, και πάλι κυρίαρχης σημασίας είναι η αναπαράσταση που έχει ο ενήλικας για το παιδί. Μια πολύ συνηθισμένη στάση των ενηλίκων είναι ότι δεν θεωρούν το παιδί ικανό να σκέφτεται, να διαβάζει και να ερμηνεύει πράγματα, ενώ τα παιδιά μπορούν να τα κάνουν αυτά από πολύ μικρή ηλικία. Δεν εννοώ να διαβάζουν με την έννοια της εκμάθησης ανάγνωσης, αλλά να μπορούν –σίγουρα από την ηλικία των τριών και πάνω– να αναγνωρίζουν τα διάφορα στοιχεία τα οποία συνθέτουν μια εικόνα που τους δείχνουμε και, τουλάχιστον όσα από αυτά σχετίζονται με τις εμπειρίες τους, να τα ανάγουν σε έναν κώδικα. Οι ενήλικες ξεκινούν με θεωρίες όπως ότι το παιδί είναι ένας άγραφος πίνακας στον οποίο αυτοί έχουν την καλή πρόθεση να γράψουν ή, ακόμη χειρότερα, ότι αυτός ο άγραφος πίνακας αρνείται να γραφτεί και πρέπει να το κάνουν αυτοί. Πολύ συχνά όμως οι ενήλικες σύντομα χάνουν την υπομονή τους όταν τα παιδιά εισάγουν άλλους κώδικες ή δεν δέχονται την εισαγωγή του κώδικα από την πλευρά του ενήλικα και προσπαθούν να τον σπάσουν – μιλάω για παιδιά τριών έως έξι ετών.
Ο γονέας που θα ερμηνεύσει αυτήν τη φαινομενικά αρνητική στάση του παιδιού ως ενεργητική συμμετοχή του στην ανάγνωση και ερμηνεία θα του δώσει το μήνυμα ότι το αναγνωρίζει ως άτομο με δικαίωμα σκέψης και λόγου από την αρχή της ζωής του. Αυτό, βέβαια, θα έχει γενικότερα θετική επίδραση στη σχέση τους αλλά και στην ανάπτυξη αυτού του ατόμου. Αν όμως δεν μπορεί να αναγνωρίσει στο παιδί την ικανότητα ερμηνείας και δημιουργίας, αυτό δεν θα περιοριστεί στο βιβλίο, αλλά θα επεκτείνεται διαρκώς και σε άλλα φαινόμενα της καθημερινής ζωής, υποβιβάζοντας το παιδί στη θέση κάποιου που εκτελεί εντολές.
Διαβάζοντας μαζί με το παιδί
Έρχομαι τώρα στην ανάγνωση καθεαυτήν, δηλαδή στη στιγμή που ο ενήλικας και το παιδί αρχίζουν να διαβάζουν μαζί.
Είναι κάτι το οποίο θα μπορούσαμε να σκεφτούμε αναλογικά με αυτό που στην τέχνη αποκαλούμε δρώμενο, performance. Με άλλα λόγια, είναι ένα γεγονός που συμβαίνει ανάμεσα σε δύο ανθρώπους, μια συνδημιουργία, και ως εκ τούτου δεν μπορεί παρά κάθε φορά να είναι κάτι διαφορετικό, έστω κι αν πρόκειται για τα ίδια άτομα και το ίδιο βιβλίο. Μπορεί, για παράδειγμα, το ένα βράδυ οι δυο αυτοί άνθρωποι να προτιμήσουν να επικεντρωθούν στις εικόνες του βιβλίου, το άλλο βράδυ να έχουν κέφι για λογοπαίγνια, το τρίτο βράδυ να βιάζονται πολύ και να θέλουν να τελειώσουν γρήγορα την ιστορία. Έτσι, λοιπόν, ο ενήλικας πρέπει να μπορεί να αντιλαμβάνεται σχετικά καλά τις διαθέσεις του παιδιού και να διευθύνει το δρώμενο που εξελίσσεται μεταξύ τους.
Μεγάλο ρόλο σε αυτό παίζει η φωνή. Με αυτή την έννοια, είμαι πολύ αρνητικός στις ηχογραφήσεις παιδικών βιβλίων, διότι θεωρώ ότι χάνεται το πιο εύκολα δημιουργικό μέρος της διαδικασίας που μοιράζονται οι δύο παρτενέρ. Πολλοί είναι οι γονείς οι οποίοι δεν μπορούν να ζωγραφίζουν ή να γράφουν καλά –και ακόμη περισσότερα είναι τα παιδιά τα οποία δεν έχουν αυτές τις ικανότητες–, όλοι όμως έχουν λαλιά, που μπορούν να τη χρωματίζουν για τους ίδιους και για το παιδί τους. Κατά τη γνώμη μου λοιπόν η καλή ανάγνωση, ακόμη και η ατομική των ενηλίκων, γίνεται πάντα μεγαλόφωνα. Δεν χρειάζεται να το υποστηρίξω αυτό με αναφορές στην ψυχοσυναισθηματική σφαίρα, διότι όλοι τις αντιλαμβάνεστε άμεσα, θα το υποστηρίξω όμως με αναφορές στη νευροφυσιολογία.
Αν διαβάζουμε ένα κείμενο σιωπηρά, χρησιμοποιούμε οδούς της γλώσσας οι οποίες σχετίζονται με τα οπτικά ερεθίσματα που λαμβάνουμε. Όταν όμως ένα κείμενο το διαβάζουμε και ταυτόχρονα το ακούμε, χρησιμοποιούμε δύο οδούς με τις οποίες μπορούμε να κατανοήσουμε τα δύο αυτά σημαίνοντα, το οπτικό και το ακουστικό, τα οποία έρχονται να συμπέσουν. Οι δρόμοι ανοίγονται στο κεφάλι μας είναι πολλαπλοί. Η εικόνα καλλιεργεί τη σκέψη, η οποία βλέπει μορφές, διακριτά μεταξύ τους σχήματα. Στην οπτική σκέψη δεν υπάρχουν κανόνες που να ορίζουν τη σχέση μεταξύ των μορφών. Αυτού του είδους η σκέψη είναι μόνο μορφοποίηση, όχι γεωμετρία. Η γλώσσα, αντίθετα, καλλιεργεί τη συνδυαστική σκέψη. Είναι γραμματική και σύνταξη, υποδεικνύοντας ότι το τάδε στοιχείο μπορεί να σχετιστεί με το δείνα και όχι με κάποιο άλλο – δεν μπορεί το οτιδήποτε να συνδεθεί με το οτιδήποτε. Αυτό είναι κάτι που καλλιεργεί ο λόγος τον οποίο ακούμε ή διαβάζουμε, ενώ το να βλέπουμε ολοκληρωμένες μορφές, φόρμες, το καλλιεργεί η εικόνα.
Η φωνή λοιπόν, η οποία χρωματίζει την ανάγνωση με όλα της τα επιτονικά στοιχεία, δίνει το δραματικό μέρος της διαδικασίας, το οποίο μπορεί και πρέπει να ποικίλλει κάθε φορά, ανάλογα με τη συνθήκη που υφίσταται ανάμεσα στον γονέα, στο παιδί και στην ιστορία του βιβλίου. Για παράδειγμα, μια ανάγνωση η οποία γίνεται από την αρχή μέχρι το τέλος του κεφαλαίου ή του βιβλίου μπορεί να είναι πολύ καλή εμπειρία, διότι δημιουργεί το αίσθημα της τάξης, της συνέχειας, της συνέπειας μέσα στη σχέση και κατά πάσα πιθανότητα θα επεκταθεί προοδευτικά ως μοντέλο, ως τρόπος διαχείρισης καταστάσεων και σε άλλους τομείς. Αν όμως δεν λάβει υπόψη της τη διάθεση της στιγμής, μπορεί να οδηγήσει σε μια ψυχαναγκαστική συμπεριφορά, η οποία στην αρχή θα υπάρχει στον ενδιάμεσο χώρο και στη συνέχεια θα εγγραφεί στον εσωτερικό κόσμο του παιδιού, με αποτέλεσμα να την αναπαράγει χωρίς πλέον να του το απαιτεί από έξω κανένας, άνθρωπος ή συνθήκη.
Το να μάθουμε να σκεφτόμαστε με αρχή, μέση και τέλος, με μια αφετηρία, μια εξέλιξη και ένα τέρμα, είναι ένα πολύ καλό σχήμα, αλλά κατά την ανάγνωση οι γονείς έχουν τη δυνατότητα να μάθουν στα παιδιά τους και άλλους τρόπους προσέγγισης: μπορώ να ξαναδιαβάσω κομμάτια του βιβλίου που μου αρέσουν· να διαβάσω την ιστορία μπρος πίσω· να γυρίσω πίσω για να ξαναδιαβάσω κομμάτια, φράσεις, λέξεις· να πάω πάλι μπροστά· και λοιπά. Καθεμιά από αυτές τις προσεγγίσεις του κειμένου μπορεί να προσφέρει ξανά μια γνωστή ευχαρίστηση στο παιδί, μπορεί όμως και να αποτελέσει έναν τρόπο ελέγχου από τη μεριά του πάνω σε κάτι που μέσα στο κείμενο ή μέσα στην εικόνα του βιβλίου ήταν τρομακτικό, διαταρακτικό, μια προσπάθεια να ξαναεκτεθεί στον φόβο του και να τον ξεπεράσει. Μπορεί, επίσης, το παιδί να θελήσει να σταματήσουμε την ανάγνωση ή να προσπεράσουμε κάποιες σελίδες.
Η ανάγνωση με το μικρό παιδί είναι μια άσκηση ελευθερίας και δημιουργικής χρήσης του κειμένου. Δεν διαβάζουμε υποχρεωτικά όλες τις λέξεις με τη σειρά που εμφανίζονται. Καλό είναι οι γονείς να κάνουν με τα παιδιά τους διαφόρων ειδών ασκήσεις πάνω στην ανάγνωση: να διαβάσουν μια παράγραφο και να παραλείψουν μια άλλη· να διαβάσουν το βιβλίο μια φορά πολύ γρήγορα και μια φορά πολύ αργά· να το διαβάσουν από πίσω προς τα μπρος· και λοιπά. Έτσι τα παιδιά μαθαίνουν ότι, τουλάχιστον με τον ενήλικα που είναι κοντά τους, τους επιτρέπεται η δημιουργικότητα σε αυτό το ακίνδυνο πράγμα που λέγεται ανάγνωση.
Λέγοντας «διαβάζω», σίγουρα αναφέρομαι και εγώ στο κείμενο. Αυτή όμως είναι η προτεραιότητα την οποία δίνει ο ενήλικας στην ανάγνωση: διαβάζει ένα κείμενο και πηγαίνει στις εικόνες. Τα παιδιά κάνουν ακριβώς το αντίθετο: βλέπουν τις εικόνες και ίσως να μην τους ενδιαφέρει να πάνε στο κείμενο. Αυτό που θα πρέπει να κάνει ένας ενήλικας είναι να ασκηθεί ο ίδιος αλλά και να ασκήσει το παιδί του στην ιδέα ότι έχουμε να κάνουμε με δύο αυτόνομες αναγνώσεις τις οποίες κατά καιρούς φέρνουμε σε συνάντηση.
Η ανάγνωση της εικόνας είναι μια ανάγνωση άλλοτε δύσκολη και άλλοτε εύκολη, διότι η εικόνα δεν έχει αφετηρία εισόδου. Η διαδικασία διαφέρει από την ανάγνωση γραμμάτων, κατά την οποία ξεκινάμε να διαβάζουμε από την πρώτη πάνω σειρά του κειμένου, από τα αριστερά προς τα δεξιά, και κατεβαίνουμε τις σειρές. Την ανάγνωση μιας εικόνας μπορούμε να την ξεκινήσουμε από κάτω προς τα πάνω, από το κέντρο προς τα πλάγια, και ούτω καθεξής· μπορούμε να δούμε πρώτα το πλαίσιο, τον χώρο, και να προχωρήσουμε προς το δρώμενο· μπορούμε να δούμε πρώτα το δρώμενο, το οποίο συνήθως τοποθετείται στο κέντρο της εικόνας, και να ανοιχτούμε προς τον χώρο· και λοιπά. Ο ενήλικας και το παιδί μπορούν να επινοήσουν πολλούς και διαφορετικούς τρόπους ανάγνωσης μιας εικόνας, αρκεί να είναι ανοιχτοί σε διάφορες εναλλακτικές εισόδους σε αυτήν.
Οι δύο παράλληλες αναγνώσεις, κειμένου και εικόνας, κάποιες φορές συναντιούνται, καθώς ο ενήλικας και το παιδί αναζητούν τα σημεία όπου η εικόνα ταιριάζει με τον λόγο ή εκείνα όπου ο λόγος υποστηρίζει την εικόνα. Αυτό είναι ένα πρώτο επίπεδο της διαδικασίας, εξαιρετικά σημαντικό, αλλά νομίζω ότι την ουσιαστική πρόκληση συνιστά ένα δεύτερο επίπεδο: ο λόγος και η εικόνα να ανιχνεύσουν μαζί όσα δεν μπορούν να γίνουν εικόνα και θα μείνουν μόνο λόγια, όσα από την εικόνα περιμένουν να γίνουν λέξεις που δεν υπάρχουν μέσα στο κείμενο. Αυτή είναι, κατά τη γνώμη μου, η πολύ μεγάλη ευκαιρία που προσφέρουν τα καλά εικονογραφημένα βιβλία.
Θα έλεγα ακόμη ότι, αν η σχέση του ενήλικα και του παιδιού με το βιβλίο προχωρήσει τόσο πολύ, δεν θα πρέπει να σταματήσουν εδώ. Μπορούν να προχωρήσουν σε μια δραματοποίηση της ιστορίας του βιβλίου που διαβάζουν –είτε χρησιμοποιώντας ένα κουκλόσπιτο, είτε στην καθημερινή τους ζωή–, δημιουργώντας τους μικρούς δικούς τους κώδικες, τα συνθήματά τους. Για παράδειγμα, αν μια μητέρα και το παιδί της διαβάσουν το παραμύθι των αδελφών Γκριμ «Οι έξι υπηρέτες», στο οποίο υπάρχει ένας υπηρέτης που είναι ικανός να καταστρέφει τα πάντα με το βλέμμα του, μπορούν κάποια στιγμή αργότερα να πουν «Ας μην τον κοιτάξω τώρα», κάνοντας μια σαφή αναφορά στον υπηρέτη και ξέροντας πολύ καλά τι λένε οι δυο τους, ασχέτως αν οι άλλοι δεν ξέρουν καθόλου ή ξέρουν περίπου. Αυτός είναι ένας κώδικας μεταξύ της μητέρας και του παιδιού, οι οποίοι μπορούν να δημιουργούν διάφορους κώδικες, από πολύ ανοιχτούς έως πολύ κλειστούς. Επίσης, μπορούν να παίξουν σκηνές από την ιστορία του βιβλίου αναπαράγοντας ορισμένες από τις φιγούρες σε φωτοτυπικό μηχάνημα –δεν θα άντεχα να δω σελίδες βιβλίων να κόβονται!–, κάνοντας έτσι το δικό τους θέατρο.
Το βιβλίο είναι ένα μικρό αντικείμενο φέρον και φερόμενο. Μεταφέρεται πολύ εύκολα, αλλά όταν ανοίγει και απλώνεται γίνεται πολύ μεγάλο, τόσο που χωράει μέσα του τα πάντα, δηλαδή φέρει έναν ολόκληρο κόσμο. Θεωρώ ότι αυτό είναι εκπληκτικό ως σύστημα, γιατί είναι ένας εξαιρετικός τρόπος, απλός και απτός, με τον οποίο οι γονείς μπορούν να δείξουν στο παιδί ότι η σκέψη του μπορεί να ανοίξει και να απλωθεί –όπως ακριβώς συμβαίνει και με το βιβλίο–, ότι μυαλό του, παρόλο που είναι τόσο μικρό, μπορεί να χωρέσει τόσο πολλά πράγματα, ότι ο συναισθηματικός του κόσμος είναι μικρός αλλά και τόσο πλούσιος όσο ένα βιβλίο.
Έπεται συνέχεια
Το αδημοσίευτο αυτό άρθρο του Αθανάσιου Αλεξανδρίδη Για το παιδικό βιβλίο - Το βιβλίο μέσα στη σχέση γονέα – παιδιού Α΄ + Β΄ Μέρος είναι προδημοσίευση από το βιβλίο του Παιδικό Βιβλίο – της σειράς Ανήσυχοι Γονείς που θα κυκλοφορήσει σύντομα και θα είναι σε συνέχειες.
Τα Νέα της Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης εκφράζουν τις θερμές ευχαριστίες τους στον σπουδαίο Διδάσκοντα Ψυχαναλυτή Αθανάσιο Αλεξανδρίδη για την παραχώρηση του στην ιστοσελίδα μας.
Βιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα
Ο Αθανάσιος Αλεξανδρίδης είναι ψυχίατρος, παιδοψυχίατρος, διδάσκων ψυχαναλυτής της Association Psychanalytique de France, της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας και της Διεθνούς Ψυχαναλυτικής Ένωσης.
Είναι διδάκτωρ της Ιατρικής και της Φιλοσοφικής, αντιπρόεδρος των Ιατρικών Ειδικοτήτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης–Κλάδος Παιδικής και Εφηβικής Ψυχιατρικής (UEMS), γραμματέας της Ελληνικής Ψυχοσωματικής Εταιρείας .
Είναι επίσης συγγραφέας και επιμελητής ψυχαναλυτικών βιβλίων, ποιητικών συλλογών και ενός μυθιστορήματος..
Από το 1982 που εξέδωσε τη Σημασία της εικόνας του σώματος στους σχιζοφρενείς μέχρι σήμερα έχει ανακοινώσει και δημοσιεύσει μεγάλο αριθμό εργασιών σε ελληνικά και διεθνή συνέδρια, επιστημονικά περιοδικά, συλλογικούς τόμους και ατομικά βιβλία. Κύριοι τομείς των ενδιαφερόντων του είναι η ψυχοπαθολογία των ψυχώσεων, των πρώιμων τραυμάτων και των εξαρτητικών και ψυχοσωματικών οργανώσεων, η ψυχογλωσσολογία, η θεωρία της ψυχανάλυσης και η αισθητική.
Το 2007 κυκλοφόρησε το βιβλίο του η Βία από τις Εκδόσεις Ίκαρος.
Το 2011 κυκλοφορεί το βιβλίο του Φύση και Λόγος στην Ψυχανάλυση από τις εκδόσεις Ίκαρος.
Το 2014 κυκλοφορεί το βιβλίο του Παιδικό Ψυχόσωμα από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη.
Το 2014 κυκλοφορεί το πρώτο του μυθιστόρημα το Πρωτάκι από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Το 2016 κυκλοφορεί ένα πολυεπίπεδο βιβλίο που απευθύνεται σε ψυχαναλυτές, ψυχολόγους και παιδαγωγούς με τίτλο Ο Πέτρος είναι ο Λύκος
Τον Μάιο του 2017 κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίκαρος το 1ο βιβλίο της Σχολής Ανήσυχων Γονέων με τίτλο Παιδικοί Έρωτες.
Τον Μάιο του 2018 κυκλοφορεί το δεύτερο του βιβλίο της Σχολής Ανήσυχων Γονέων Παιδικοί Φόβοι.
Το 1992, με τη συλλογή ''Αλέξειν μοι την λέξιν'' σε εκδόσεις Χατζηνικολή, άρχισε τη συστηματική παρουσίαση της ποίησής του.
Ο Αθανάσιος Αλεξανδρίδης έχει εκδώσει 8 ποιητικές συλλογές με πιο πρόσφατη τη συλλογή Αλγόρυθμος σε εκδόσεις Ίκαρος
Τα τελευταία χρόνια διευθύνει την Ψυχαναλυτική Σειρά στις εκδόσεις Ίκαρος.