Αθανάσιος Αλεξανδρίδης
Για το παιδικό βιβλίο
Το βιβλίο μέσα στη σχέση γονέα - παιδιού
Το βιβλίο είναι ένα αντικείμενο, ένα προϊόν, ατομικής και συλλογικής χρήσης. Ένα αντικείμενο το οποίο βοηθά να περνάει κανείς κάποιες ώρες μόνος του αλλά και δημιουργεί σχέσεις και συνθήκες ανάμεσα σε δύο ή περισσότερους ανθρώπους. Το να χρησιμοποιούν τα παιδιά το βιβλίο τόσο ως ατομικό αντικείμενο όσο και ως αντικείμενο συλλογικής συσχέτισης είναι, κατά τη γνώμη μου, κάτι που οι γονείς οφείλουν να τους το μάθουν. Το βιβλίο είναι, θα έλεγα, η είσοδος προς τον Άλλο. Αναπαριστά τον κόσμο με έναν τρόπο ο οποίος τις περισσότερες φορές μοιάζει ή ανταποκρίνεται στον δικό μας αλλά οπωσδήποτε δεν είναι ποτέ απόλυτα αυτός με τον οποίο αναπαριστούμε εμείς τον κόσμο. Επίσης διαθέτει έναν λόγο ο οποίος είναι κοντά ή μακριά από τον δικό μας αλλά οπωσδήποτε δεν συμπίπτει με αυτόν.
Το βιβλίο, λοιπόν, μας φέρνει αμέσως σε επαφή με τη διαφορά ανάμεσα στον δικό μας τρόπο με τον οποίο βλέπουμε, ακούμε, απεικονίζουμε, μιλάμε ή γράφουμε, και στον τρόπο των άλλων. Με άλλα λόγια, με το αντικείμενο αυτό γίνεται μια εισαγωγή στη διαφορετικότητα. Το βιβλίο είναι από τα πολύ καλά αντικείμενα που μας κάνουν, με έναν σχετικά εύκολο και ήπιο τρόπο, να αντιλαμβανόμαστε ότι οι άλλοι είναι διαφορετικοί από μας και ταυτόχρονα να διαπιστώνουμε ότι δεν είναι και τόσο διαφορετικοί όσο νομίζουμε. Εγγραφόμαστε, λοιπόν, σε αυτό που συνιστά το γένος, το είδος, την κατηγορία, ενώ συγχρόνως μπορούμε και ξεχωρίζουμε τους διαφορετικούς από εμάς ανθρώπους. Μέσα στο μυαλό του παιδιού, λοιπόν, δημιουργούνται σιγά σιγά τέτοιου είδους έννοιες, αυτές ακριβώς που μας ενδιαφέρουν σήμερα: οι έννοιες της κατηγοριοποίησης, της ικανότητας συσχέτισης, της διαπίστωσης ομοιοτήτων και διαφορών.
Βεβαίως, εφόσον μιλάμε για μικρά παιδιά, το βιβλίο εισάγεται πάντα σε μια δυαδική σχέση, αυτήν ανάμεσα σε έναν ενήλικα και σε ένα παιδί, το οποίο μπορεί να είναι πλέον και πάρα πολύ μικρό. Ανάλογα με την ποιότητα αυτής της σχέσης, θα αποκτήσει και το βιβλίο τις δυνατότητες ανάπτυξής του. Αν η σχέση ανάμεσα στον γονέα και στο παιδί δεν είναι καλή, δεν πρέπει να πιστεύουμε ότι ένα βιβλίο, όσο καλό κι αν είναι, θα μπορέσει να τη διαφοροποιήσει ουσιαστικά. Το βιβλίο, λοιπόν, θα έρθει ανάμεσα στο δίπολο ενήλικας - παιδί ως αντικείμενο αρχικά μεικτό, με τα χαρακτηριστικά του ενήλικα και του παιδιού, γιατί αυτοί ορίζουν το συγκεκριμένο πεδίο. Όταν κάποιος βάζει κάτι μέσα σε ένα πεδίο, το κάνει με πρόθεση, η οποία και τον χαρακτηρίζει. Και το άλλο άτομο, το παιδί εν προκειμένω, υποθέτει ότι ο γονέας που βάζει το βιβλίο στο πεδίο των δυο τους το κάνει έχοντας μια πρόθεση. Αυτή την πρόθεση που το παιδί υποθέτει ότι έχει ο γονέας θα την προβάλει πάνω στο βιβλίο. Αρχικά τα δύο άτομα δεν βλέπουν αυτό καθαυτό το βιβλίο, αλλά τις προθέσεις που υπάρχουν εκατέρωθεν. Όταν όμως αρχίζουν να το χρησιμοποιούν, το βιβλίο μιλάει, αποκτώντας σιγά σιγά τη δική του υπόσταση. Δηλαδή μέσα σε αυτό τον χώρο των δύο, έναν χώρο ο οποίος μοιάζει να κυριαρχείται από τις προθέσεις, τις επιθυμίες και τις ανάγκες δύο ατόμων, ένα αντικείμενο αρχίζει να ανοίγει έναν τρίτο χώρο, ο οποίος μπορεί να ανοιγοκλείνει ήπια και δημιουργικά.
Το βιβλίο, βέβαια, έχει κάποιες ιδιαιτερότητες. Δεν είναι ένα οποιοδήποτε αντικείμενο που μπαίνει στη σχέση γονέα - παιδιού για να τη διευρύνει. Οι ιδιαιτερότητές του σχετίζονται, κατά τη γνώμη μου, με δύο πράγματα: α) τις ικανότητες ανάγνωσης και ερμηνείας, και β) την αναπαράσταση που έχει ο ένας για τον άλλο.
Ικανότητα ανάγνωσης είναι το να μπορείς να δημιουργείς έναν απλό κώδικα: ένα πράγμα να αντιστοιχεί με κάποιο άλλο, ένα σημείο να αντιστοιχεί με κάποιο άλλο. Ικανότητα ερμηνείας είναι το να μπορείς να αντιστοιχείς ένα σημείο με πολλά άλλα, καθένα από τα οποία ανήκει σε έναν κώδικα. Ένα απλό παράδειγμα: Παίρνω τη λέξη κόκκινο. Μια πολύ απλή αναγωγή αναγνωστικού τύπου είναι να πούμε στο παιδί «Το κόκκινο, αυτό εδώ, είναι χρώμα» – αναγωγή στον κώδικα των χρωμάτων. Η ερμηνεία θα κάνει την αντιστοίχιση της λέξης με περισσότερα από ένα σημεία. Αν θεωρήσουμε ότι το κόκκινο εκφράζει κάποιο συναίσθημα, τότε εκφράζει ένα θερμό συναίσθημα αν θεωρήσουμε ότι απεικονίζει το βασικό στοιχείο ενός φαινομένου, τότε μπορούμε να πούμε ότι είναι σύμβολο της φωτιάς σε έναν πολιτικό κώδικα, το κόκκινο μπορεί να σημαίνει την κόκκινη παντιέρα και πάει λέγοντας. Πρέπει να υπάρχει δυνατότητα ανάγνωσης, δηλαδή δυνατότητα αντιστοίχισης ενός σημείου –είτε γλωσσικού, είτε εικονικού– με ένα άλλο βάσει ενός κώδικα. Για να μπορέσουμε όμως να έχουμε μια πιο πλούσια σχέση με το βιβλίο, θα πρέπει αυτό το ένα σημείο να μπορεί να αναπτυχθεί σε περισσότερους κώδικες και αντίστροφα, βέβαια: να μπορεί ένα πράγμα που ανήκει σε έναν κώδικα να σημανθεί με περισσότερες λέξεις ή με περισσότερες εικόνες. Η ανάγνωση και ερμηνεία, λοιπόν, είναι μια δημιουργική δουλειά, ευθύνη του ενήλικα. Σκοπό έχει να μυήσει το παιδί στην απόλαυση της διερεύνησης των λέξεων και των εικόνων, διερεύνησης οποία οδηγεί στη διεύρυνση του κόσμου.
Όσον αφορά την αναπαράσταση που έχει ο ένας για τον άλλο, δηλαδή το τι υποθέτουν και –δυστυχώς συχνότατα– πιστεύουν για τις νοητικές και συναισθηματικές ικανότητες του συνομιλητή, του συναναγνώστη, και πάλι κυρίαρχης σημασίας είναι η αναπαράσταση που έχει ο ενήλικας για το παιδί. Μια πολύ συνηθισμένη στάση των ενηλίκων είναι ότι δεν θεωρούν το παιδί ικανό να σκέφτεται, να διαβάζει και να ερμηνεύει πράγματα, ενώ τα παιδιά μπορούν να τα κάνουν αυτά από πολύ μικρή ηλικία. Δεν εννοώ να διαβάζουν με την έννοια της εκμάθησης ανάγνωσης, αλλά να μπορούν –σίγουρα από την ηλικία των τριών και πάνω– να αναγνωρίζουν τα διάφορα στοιχεία τα οποία συνθέτουν μια εικόνα που τους δείχνουμε και, τουλάχιστον όσα από αυτά σχετίζονται με τις εμπειρίες τους, να τα ανάγουν σε έναν κώδικα. Οι ενήλικες ξεκινούν με θεωρίες όπως ότι το παιδί είναι ένας άγραφος πίνακας στον οποίο αυτοί έχουν την καλή πρόθεση να γράψουν ή, ακόμη χειρότερα, ότι αυτός ο άγραφος πίνακας αρνείται να γραφτεί και πρέπει να το κάνουν αυτοί. Πολύ συχνά όμως οι ενήλικες σύντομα χάνουν την υπομονή τους όταν τα παιδιά εισάγουν άλλους κώδικες ή δεν δέχονται την εισαγωγή του κώδικα από την πλευρά του ενήλικα και προσπαθούν να τον σπάσουν – μιλάω για παιδιά τριών έως έξι ετών.
Ο γονέας που θα ερμηνεύσει αυτήν τη φαινομενικά αρνητική στάση του παιδιού ως ενεργητική συμμετοχή του στην ανάγνωση και ερμηνεία θα του δώσει το μήνυμα ότι το αναγνωρίζει ως άτομο με δικαίωμα σκέψης και λόγου από την αρχή της ζωής του. Αυτό βέβαια θα έχει γενικότερα θετική επίδραση στη σχέση τους αλλά και στην ανάπτυξη αυτού του ατόμου. Αν όμως δεν μπορεί να αναγνωρίσει στο παιδί την ικανότητα ερμηνείας και δημιουργίας, αυτό δεν θα περιοριστεί στο βιβλίο, αλλά θα επεκτείνεται διαρκώς και σε άλλα φαινόμενα της καθημερινής ζωής, υποβιβάζοντας το παιδί στη θέση κάποιου που εκτελεί εντολές.
Έρχομαι τώρα στην ανάγνωση καθεαυτήν, δηλαδή στη στιγμή που ο ενήλικας και το παιδί διαβάζουν μαζί ένα βιβλίο.
Συνέχεια στο επόμενο
Το κείμενο αυτό του Αθανάσιου Αλεξανδρίδη είναι προ-δημοσίευση από το βιβλίο του Παιδικό Βιβλίο της σειράς Ανήσυχοι Γονείς που θα κυκλοφορήσει σύντομα και θα είναι σε συνέχειες. Τα Νέα της Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης εκφράζουν τις θερμές ευχαριστίες τους στον μεγάλο Ψυχαναλυτή Αθανάσιο Αλεξανδρίδη για την παραχώρηση του στην ιστοσελίδα μας.
Βιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα
Ο Αθανάσιος Αλεξανδρίδης είναι ψυχίατρος, παιδοψυχίατρος, διδάσκων ψυχαναλυτής της Association Psychanalytique de France, της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας και της Διεθνούς Ψυχαναλυτικής Ένωσης.
Είναι διδάκτωρ της Ιατρικής και της Φιλοσοφικής, αντιπρόεδρος των Ιατρικών Ειδικοτήτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης–Κλάδος Παιδικής και Εφηβικής Ψυχιατρικής (UEMS), γραμματέας της Ελληνικής Ψυχοσωματικής Εταιρείας .
Είναι επίσης συγγραφέας και επιμελητής ψυχαναλυτικών βιβλίων, ποιητικών συλλογών και ενός μυθιστορήματος
''Από τη Σημασία της εικόνας του σώματος στους σχιζοφρενείς'' (1982) μέχρι σήμερα έχει ανακοινώσει και δημοσιεύσει μεγάλο αριθμό εργασιών σε ελληνικά και διεθνή συνέδρια, επιστημονικά περιοδικά, συλλογικούς τόμους και ατομικά βιβλία. Κύριοι τομείς των ενδιαφερόντων του είναι η ψυχοπαθολογία των ψυχώσεων, των πρώιμων τραυμάτων και των εξαρτητικών και ψυχοσωματικών οργανώσεων, η ψυχογλωσσολογία, η θεωρία της ψυχανάλυσης και η αισθητική.
Τα τελευταία χρόνια διευθύνει την Ψυχαναλυτική Σειρά στις εκδόσεις Ίκαρος, από τις οποίες κυκλοφορούν τα βιβλία του ''Η βία'' (2007) και ''Φύση και λόγος στην ψυχανάλυση'' (2011). Από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη κυκλοφορεί το βιβλίο του ''Το παιδικό ψυχόσωμα'' (2014).
Το 1992, με τη συλλογή ''Αλέξειν μοι την λέξιν'' σε εκδόσεις Χατζηνικολή, άρχισε τη συστηματική παρουσίαση της ποίησής του.
Έχει εκδώσει οκτώ ποιητικές συλλογές, με πλέον πρόσφατη τη συλλογή ''Αλγόρυθμος'' σε εκδόσεις Ίκαρος, 2016.
Το 2015 δημοσίευσε το πρώτο του μυθιστόρημα, ''Το πρωτάκι'' σε εκδόσεις Καστανιώτη.
Το βιβλίο του ''Ο Πέτρος είναι ο Λύκος'' κυκλοφόρησε το 2016 σε εκδόσεις Ίκαρος, και απευθύνεται σε ψυχαναλυτές σε εκπαιδευτικούς και σε όλους όσους απασχολεί το θέμα της δόμησης του εαυτού.
Το τελευταίο βιβλίο του ''Παιδικοί έρωτες'', το έγραψε το 2017 που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίκαρος.
Το κείμενο αυτό του Αθανάσιου Αλεξανδρίδη είναι προδημοσίευση από το βιβλίο του Παιδικό Βιβλίο – της σειράς Ανήσυχοι Γονείς που θα κυκλοφορήσει σύντομα και θα είναι σε συνέχειες.
Τα Νέα της Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης εκφράζουν τις θερμές ευχαριστίες τους στον μεγάλο Ψυχαναλυτή Αθανάσιο Αλεξανδρίδη για την παραχώρηση του στην ιστοσελίδα μας.